συναπορεῖσθαι

συναπορεῖσθαι
συναπορέω
call in question together with
pres inf mp (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συναπορώ — έω, ΜΑ μσν. αμφιβάλλω επίσης αρχ. 1. θεωρώ κάτι επίσης άξιο απορίας 2. παθ. συναποροῡμαι, έομαι είμαι αντικείμενο απορίας μαζί με κάτι άλλο («δοκεῑ γὰρ πῶς συναπορεῑσθαι τούτῳ καὶ τὰ λοιπά», Σέξτ. Εμπ.) 3. (το απρμφ. τού παθ. αορ.) συναπορηθῆναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”